τληπαθῶ

τληπαθῶ
τληπαθέω
endure misery
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
τληπαθέω
endure misery
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τληπαθώ — έω, ΜΑ [τληπαθής] 1. υφίσταμαι πολλά δεινά, δυστυχώ 2. κοπιάζω, μοχθώ 3. συνεκδ. προνοώ, φροντίζω («τληπαθεῑ [ἡ φύσις] πρὸς τὴν τοῡ ζῴου σωτηρίαν», Σευήρ. Ιατρ.) …   Dictionary of Greek

  • συντληπαθώ — έω, Μ κοπιάζω, μοχθώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τληπαθῶ «πάσχω, υποφέρω»] …   Dictionary of Greek

  • τληπάθημα — τὸ, Α [τληπαθῶ] ταλαιπωρία, βάσανο …   Dictionary of Greek

  • τληπάθησις — ήσεως, ἡ, Μ [τληπαθῶ] το να υφίσταται κανείς πολλά βάσανα, πολλά δεινά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”